- ευπερινόητος
- εὐπερινόητος, -ον (Α)1. (για στίχο) αυτός που έχει επινοηθεί και συντεθεί καλά2. ευνόητος, εύκολα κατανοητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-νοώ (πρβλ. δυσ-περι-νόητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπερινόητον — εὐπερινόητος well considered masc/fem acc sg εὐπερινόητος well considered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπερινόητα — εὐπερινόητος well considered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)